- πολυπαθής
- -ές, ΝΜΑο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσαναμσν.-αρχ.ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.)αρχ.1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές3. (για τύραννο) εκείνος που αντιμετωπίζει πολλές ταραχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.